αμπάριασμα

αμπάριασμα
το [αμπαριάζω]
αποθήκευση σε αμπάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμπάριασμα — το, ατος η αποθήκευση: Το αμπάριασμα κράτησε πολλή ώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμπαριάζω — 1. αποθηκεύω στο αμπάρι σιτηρά, καρπούς, τρόφιμα 2. τοποθετώ τα εμπορεύματα που πρόκειται να μεταφερθούν στο κύτος τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπάρι. ΠΑΡ. αμπάριασμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”